Φαρισαιος

Φαρισαιος
    Φαρισαῖος
     фарисей NT.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Φαρισαιος" в других словарях:

  • Φαρισαῖος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρισαίος — ο / Φαρισαῑος, ΝΜΑ (στον πληθ. ως κύριο όν.) οι Φαρισαίοι ιουδαϊκή θεοκρατική μερίδα που εμφανίστηκε επί Ιωάννη τού Υρκανού, μεταξύ 135 105 π.Χ., προερχόταν από τους Ασιδαίους και αποτελούνταν από γραμματείς ή νομοδιδασκάλους, εχθρούς τών… …   Dictionary of Greek

  • Φαρισαίος — ο (λ. αραμ.) 1. αρχαίος Ιουδαίος που ανήκε σε μια από τις ιουδαϊκές θρησκευτικοπολιτικές αιρέσεις (σε αντιδιαστολή με τους Σαδουκαίους). 2. μτφ. (ως προσηγορ.), ο προσηλωμένος στους εξωτερικούς μόνο τύπους της λατρείας ή της ηθικής, ο υποκριτής,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Φαρισαῖε — Φαρισαῖος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρισαῖοι — Φαρισαῖος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φαρισαῖον — Φαρισαῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαρισαΐζω — Μ [Φαρισαῑος] συμπεριφέρομαι σαν Φαρισαίος …   Dictionary of Greek

  • фарисей — др. русск., ст. слав. фарисеи (Супр.), фарисѣи (Остром., Григ. Наз.). Из греч. Φαρισαῖος фарисей , первонач. др. еврейск. слово со знач. отщепенец ; см. Гуте, Bibelwb. 515; Литтман 32; Фасмер, Гр. сл. эт. 210. Окончание ѣи вместо еи – результат… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Abtalion — Abht alyon, also Avtalyon, Avtalion and Abtalion ( he. אבטליון) was a rabbinic sage in the early pre Mishnaic era who lived at the same time as Sh maya.A leader of the Pharisees in the middle of the first century BC and by tradition vice… …   Wikipedia

  • HAERESIS — Graece αἵρεσις, ab eligendo, nomen habet. Vocarunt autem sic illi Philosophorum sectas, quod unusquisque sibi aliquod genus disciplinae ac sectae proprium elegit eique sese addixit, tamquam suo iudicio maxime probabili commodoqueve. Usitatissime… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Μακκαβαίοι — Ονομασία που δόθηκε στους γιους του Ματταθία, ιερέα της πόλης Μωδεΐν, και οργανωτή της ιουδαϊκής εξέγερσης εναντίον του Αντιόχου Δ’ του Επιφανούς, ο οποίος ήθελε να εξελληνίσει τους Εβραίους και να τους αναγκάσει να εγκαταλείψουν τη θρησκεία τους …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»